- εὐκολώτερα
- εὔκολοςeasily satisfiedneut nom/voc/acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐκολωτέρα — εὐκολωτέρᾱ , εὔκολος easily satisfied fem nom/voc/acc comp dual εὐκολωτέρᾱ , εὔκολος easily satisfied fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκολωτέρας — εὐκολωτέρᾱς , εὔκολος easily satisfied fem acc comp pl εὐκολωτέρᾱς , εὔκολος easily satisfied fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκολωτέραν — εὐκολωτέρᾱν , εὔκολος easily satisfied fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek